- κοσμοπαθολογία
- ηιατρ.ο τομέας τής γενικής παθολογίας που μελετά τις επιδράσεις τού κοσμικού περιβάλλοντος στον οργανισμό τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cosmopathologie < cosm(o)- (πρβλ. κοσμ[ο]- < κόσμος) + pathologie (< παθολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.